-
1 ἀνα-πηδάω
ἀνα-πηδάω, auf-, in die Höhe, hervorspringen, ἐκ λόχου ἀμπήδησε Il. 11, 379; ἐπ' ἔργον, vom Lager auf zur Arbeit, Ar. Av. 490; ἐπὶ τὸν ἵππον Xen. Hell. 4, 1, 18; πρὸς τὸν πάππον Cyr. 1, 3, 9, u. öfter; ἐπὶ τὴν κατήλιφα Ar. Ran. 566. Beiden Rednern öfter: schleunig auftreten, aufspringen zum Reden, Andoc. 1, 115 u. A.; ἐν δήμῳ Cratin. B. A. 7, 10; vgl. Plat. Conv. 213 b.
См. также в других словарях:
κατήλιψ — κατῆλιψ, ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α) 1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.) 2. το άνω πάτωμα οικίας 3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν… … Dictionary of Greek